ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδόςμσν.κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιοςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῑατο φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.