σπανοκαρπία

Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

English (LSJ)

ἡ, A lack of fruit, D.S.5.39.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, Seltenheit der Früchte, Mangel daran, D. Sic. 5, 38, v. l. στενοκαρπία.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνοκαρπία: ἡ, ἔλλειψις καρποῦ, Διόδ. 5. 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῦσι δὲ», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -καρπία (< -καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ-καρπία].

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνοκαρπία: ἡ недостаток плодов, недород Diod.