ὑπορχηματικός

Revision as of 14:31, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or for" to "of or for")

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a ὑπόρχημα, D.H.Dem.43; ποίησις ὑ. (compared to the κόρδαξ) Ath.14.630d,e; παίων τέταρτος, ὁ -κός, ὁ καὶ κρητικός,, Choerob. in Heph.p.218C.

German (Pape)

[Seite 1231] ή, όν, zum ὑπόρχημα od. zur ὑπόρχησις gehörig; ποίησις ὑπορχηματική, die Dichtkunst, welche Gesänge dichtet, die unter Musik u. Tanz abgesungen u. mit Pantomimenspiel begleitet werden, Ath. I, 15 d XIV, 630 d. S. das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορχημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑπόρχημα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· ποίησις ὑπ., ἡ τῶν ὑπορχημάτων ποίησις, Ἀθήν. 630D, ἴδε ὑπόρχημα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπόρχημα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπόρχημα
2. φρ. «ποίησις ὑπορχηματική» — ποίηση υπορχημάτων.