χυτρίδιον

Revision as of 09:10, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of χυτρίς, A a small pot, cup, Hp.Ulc.17, Ar.Ach.463, 1175, Alex.244.2, Inscr.Délos 1403 A bi84 (ii B. C.); also χυθρίδιον, Aët.11.11; Ion. κυθρίδιον, Epicur.Fr.182, Olymp.Alch. p.75B.

German (Pape)

[Seite 1385] τό, dim. von χυτρίς, Ar. Ach. 463. 1175, com. bei Ath. XI, 502 c, als Trinkgeschirr.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χυτρίς, μικρὰ χύτρα, Ἱππ. 879, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, 1175, Ἄλεξις ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 1 ― ἐν τῷ τύπῳ κυθρίδιον, Κλήμ. Ἀλεξ. 165.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χυτρίς.

Greek Monotonic

χυτρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χύτρα, μικρό αγγείο, κύπελλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χυτρίδιον: (ῐδ) τό горшочек Arph., Luc.

Middle Liddell

χυτρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of χύτρα
a small pot, cup, Ar.