όναγρος
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὄναγρος)
νεοελλ.
ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως Equus hemionus και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος
αρχ.
1. άγριος όνος
2. ως κύριο όν. Ὄναγρος
τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου Αsinaria.
3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγριος].