λαχανοθήκη

Revision as of 11:46, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ἡ, A dish or pot for vegetables, Alex.Magn. ap. Ath.11.784b (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 20] ἡ, Schüssel zum Aufbewahren oder Auftragen von Gemüsen, Ath. XI, 784 b.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνοθήκη: ἡ, πινάκιονχύτρα διὰ λάχανα, Ἐπιστ. Ἀλεξ. τοῦ Μεγ. παρ’ Ἀθην. 11, 784 (ζήτει μετὰ τὸ 466D)· λαγανοθ- ὕποπτ. Schweigh.

Greek Monolingual

λαχανοθήκη, ἡ (Α)
πιάτο ή χύτρα για λάχανα.