ἐκθαρρέω

Revision as of 17:37, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

strengthd. for θαρρέω, A have full confidence, ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26; to be encouraged, ὑπό τινος Id.Galb. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθαρρέω: ἐπιτεταμμένον ἀντὶ τοῦ θαρρέω, ἔχω πλήρη πεποίθησιν, μετὰ δοτ., ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Πλουτ. Ρωμ. 26 παραθαρρύνομαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. Γάλβ. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρρέω.

Greek Monotonic

ἐκθαρρέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθαρρέω: и ἐκθαρσέω преисполняться надеждой, ободряться (τοῖς πράγμασι и ὑπό τινος Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω strengthd. for θαρρέω
to have full confidence in a person, c. dat., Plut.