ἑπταπόδης
English (LSJ)
ον, ὁ, A seven feet long, θρῆνυς Il.15.729; ἄξων Hes. Op.424.
German (Pape)
[Seite 1013] ὁ, sieben Fuß lang, θρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπόδης: -ου, ὁ ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, θρῆνυς Ἰλ. Ο. 729· ἄξων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 422. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἑπταπόδης: -ουὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος εφτά ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.