πλάστρια

Revision as of 09:00, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

ἡ, fem. of πλάστης, of the μονάς, Theol.Ar.5; of φύσις, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστρια: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλάστειρα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Greek Monolingual

ἡ, Α
άλλος τ. θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. δικάσ-τρια)].