πλάστρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of πλάστης, of the μονάς, Theol.Ar.5; of φύσις, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστρια: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλάστειρα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
Greek Monolingual
ἡ, Α
άλλος τ. θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. δικάσ-τρια)].