ὀμείχω

Revision as of 09:10, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

A make water, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν Hes.Op.727, Pythag. ap. D.L.8.17 : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα Hippon.55A. (Misspelt ὀμιχεῖν and ὤμιξεν or ὤμηξεν in codd.; cf. Skt. méhati, Lat. meiere, etc.)

Greek Monolingual

ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: urinate (Hes. Op. 727; codd. ὀμιχεῖν, s.below.);
Other forms: aor. ὀμεῖξαι (Hippon. 55 A; codd. -ι- or -η-); ἀμῖξαι οὑρῆσαι H.
Derivatives: ὀμείχματα = οὑρήματα (A. Fr. 435 = 487 Mette; codd. -ί-).
Origin: IE [Indo-European] [713] *h₃meiǵh- urinate
Etymology: The persistant itacistic notation is due to the popular character of the word. With the old thematic rootpresent ὀμείχω, which was pushed away by the more respectable οὑρέω (after which ὀμιχέω; s. Wackernagel Unt. 225 n. 1 w. lit.), agree exactly, apart from the ὀ- (Schwyzer 411), both Skt. méhati, Av. maēzaiti and Germ., e.g. ONo. mīga urinate; to ὀμεῖξαι Lat. mīxī . Other presentformations: Lat. mingō (innovation?), OLith. minžu, Arm. mizem (denom. of mēz urine, where one wouls expects a vowel from the laryngeal), Lat. meiō (prob. from *h₃meiǵh-i̯ō) etc. -- WP. 2, 245f., Pok. 713, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. meiō and mingō, Fraenkel s. mỹžti, Vasmer s. Mža; everywhere w. wurther forms and lit. -- Here also μοιχός; s. v. The form ἀμ- is unexplained.

Frisk Etymology German

ὀμείχω: (Hes. Op. 727; codd. ὀμιχεῖν, s.u.),
{omeíkhō}
Forms: Aor. ὀμεῖξαι (Hippon. 55 A; codd. -ι- od. -η-),
Grammar: v.
Meaning: ἀμῖξαι· οὐρῆσαι H.
Derivative: Davon ὀμείχματα = οὐρήματα (A. Fr. 435 = 487 Mette; codd. -ί-).
Etymology : Die durchgehende itazistische Schreibweise hängt mit dem volkstümlichen Charakter des Wortes zusammen. Zum alten thematischen Wz.präsens ὀμείχω, das von dem sittsameren οὐρέω (wonach ὀμιχέω; s. Wackernagel Unt. 225 A. 1 m. Lit.) verdrängt wurde, stimmen genau, vom proth. ὀ- abgesehen (Schwyzer 411), sowohl aind. méhati, aw. maēzaiti wie germ., z.B. ano. mīga harnen; zu ὀμεῖξαι lat. mīxī Andere Präsensbildungen: lat. mingō (Neubildung?), alit. minžu, arm. mizem (Denom. von mēz Harn?), lat. meiō (wohl aus *meiĝh-i̯ō) usw. — WP. 2, 245f., Pok. 713, W. -Hofmann und Ernout-Meillet s. meiō und mingō, Fraenkel s. mỹžti, Vasmer s. Mža; überall m. weiteren Formen und Lit. — Hierher auch μοιχός; s. d.
Page 2,385