ὁλόστομος
English (LSJ)
ον, A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961; σίδηρος Cyran.6.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.