κηραμύντης

Revision as of 09:30, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ου, ὁ, ἀμύνω) A averter of evil, epithet of Heracles, Lyc. 663.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.

Greek (Liddell-Scott)

κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.

Greek Monolingual

κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].