στρεψηλάκατος
English (LSJ)
[ᾰκ], ον, A turning the spindle, epithet of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔ-στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ-ηλάκατος)].