ἰθυκρήδεμνος

Revision as of 09:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ον, epithet of ships, prob. A with canvas set, Pamphosap.Paus.7.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυκρήδεμνος: ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ πλοῖον ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα.

Greek Monolingual

ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].