ἥδυμος

Revision as of 09:48, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

Dor. ἅδ- ον, poet. for ἡδύς, A sweet, pleasant, usu. epithet of sleep (v. νήδυμος, for which it is v.l. in Il.2.2, Od.4.793, 12.311, cf. Hsch. s.v. νήδυμος), h.Merc.241, 449, Antim.74, Simon.79, A.R.2.407; λόγοι Epich.179; οἶνος Orph.Fr.261: irreg. Sup. -έστατος Alcm. 137.

German (Pape)

[Seite 1153] ον, p. = ἡδύς; ὕπνος H. h. Merc. 241; Ap. Rh. 2, 407; Antimach. u. Simonids bei Schol. Il. 2, 2; λόγοι Epicharm. E. M. 420, 47; die VLL. führen aus Alcman auch den superlat. ἡδυμέστατος an. Vgl. νήδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἥδῠμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος,· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. νήδυμος), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agréable, doux.
Étymologie: ἡδύς.

Greek Monolingual

ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) ηδύς
(ποιητ. τ. του ηδύς) (συν. επίθ. του ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος»).

Greek Monotonic

ἥδῠμος: -ον, ποιητ. αντί ἡδύς, γλυκός, ευχάριστος· επίθ. του ύπνου, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἥδῠμος: сладкий, сладостный (ὕπνος HH).

Middle Liddell

ἥδῠμος, ον poet. for ἡδύς,]
sweet, pleasant, Hhymn.