λαικαστής

Revision as of 14:20, 8 June 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fellator, cock-sucker, cocksucker, cock sucker, dick sucker, dicksucker, wencher, Ar.Ach.79:—fem. λαικάστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, der Hurer, Ar. Ach. 79.

Greek (Liddell-Scott)

λαικαστής: -οῦ, ὁ, πόρνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 79· - θηλ. λαικάστρια, πόρνη, αἰσχρὰ γυνή, αὐτόθι 529, 537, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· - ὡσαύτως λαικάς, άδος, Ἀρισταίν. 2. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prostitué.
Étymologie: λαικάζω.

Greek Monolingual

λαικαστής, ὁ (Α) λαικάζω
πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λαικαστής: -οῦ, ὁ, έκφυλος, πόρνος, σε Αριστοφ.· θηλ. λαικάστρια, πόρνη, εταίρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λαικαστής: οῦ ὁ развратник Arph.

Middle Liddell

λαικαστής, οῦ, [from λαικάζω
a wencher, Ar.:—fem. λαικάστρια, a wench, harlot, Ar.