acrobat
English > Greek (Woodhouse)
ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ
be an acrobat, v. P. κυβιστᾶν, πετευρίζομαι; see tumbler.
ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ
be an acrobat, v. P. κυβιστᾶν, πετευρίζομαι; see tumbler.