ἐμβίβασις: ἡ, ἔμβασμα, καθοδήγησις, εἰσαγωγή, Νικηφ. Χοῦμνος, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 1. σ. 296.
-εως, ἡ inmersión, baño εἰς ἔλαιον Ael.Prom.65.35.