σπάργησις

Revision as of 15:07, 16 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>άω]]" to "ῶ]], -άω")

English (LSJ)

εως, ἡ, A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α σπαργῶ, -άω
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.