γάποτος

Revision as of 09:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

[ᾱ], ον, A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

German (Pape)

[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.

Greek Monolingual

γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.

Greek Monotonic

γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


to be drunk up by Earth, of libations, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάποτος -ον [γῆ, πίνω Dor., opgezogen door de aarde. Aeschl. Ch. 95.

English (Woodhouse)

drunk by the earth