οῦ, ὁ, A = ἀλαζών, Hsch.: also διαμευτής (-μέττης cod.), οῦ, ὁ, cheat, Id.
-οῦ, ὁ• Alolema(s): tb. διαμευτής Hsch.tramposo, embaucador Hsch.• Etimología: De δι-αμεύομαι, cf. ἀμεύομαι, ἀμύνω.