εἵλησις

Revision as of 10:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

εως, ἡ, (εἱλέω) A sun-heat, Pl.R.380e (pl.), 404b (pl.), Arist. Ph.197a23, Plu.2.688a (pl.).

German (Pape)

[Seite 728] ἡ, das Sonnen, die Sonnenhitze; neben χειμών Plat. Rep. III, 404 b; neben ἄνεμοι II, 380 e; Arist. phys. audit. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de la chaleur du soleil.
Étymologie: εἱλέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): εἴλ- Plu.2.688a
calor del sol καὶ πᾶν φυτὸν ὑπὸ εἰλήσεών τε καὶ ἀνέμων ... ἀλλοιοῦται Pl.R.380e, cf. 404b, Lg.747d, οἷον ὑγιείας ἢ πνεῦμα ἢ εἵ. Arist.Ph.197a23, ἃ ῥᾳδίαν ἔχει ὑπό τε πνευμάτων ὑπό τε εἱλήσεων τὴν φθοράν que son fácilmente destructibles por los vientos y por la acción del sol Plot.1.8.14, cf. Plu.l.c.
• Etimología: Cf. εἵλη.

Greek Monotonic

εἵλησις: -εως, ἡ (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εἵλησις, εως εἵλη
sun-heat, heat, Plat.