ἀλοιμός
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A polishing or plastering, of wall-decoration, S.Fr.69, cf. IG22.463.85.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀλοιμμός IG 22.1663 (IV a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
enlucido o estuco Μαριεὺς ἀ. S.Fr.69, cf. IG 22.463.85, 1663 (IV a.C.).
Greek Monolingual
ἀλοιμός, ο (Α)
(για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί ἀλοιμμὸς < ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω.