σοβάτισμα
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Greek Monolingual
και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν σοβατίζω
επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά.