σοβάτισμα

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν σοβατίζω
επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά.