ἐξάμβλωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A miscarriage, Hp. Nat.Puer.18 (pl.), Thphr.HP9.9.2, Gal.19.178.
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, das Fehlgebären, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμβλωσις: -εως, ἡ, ἀποβολή, πρόωρος γέννησις, Ἱππ. 33. 17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. -ώσιες Hp.Nat.Puer.18]
aborto c. gen. obj. αἱ ἐξαμβλώσιες τῶν παιδίων Hp.l.c., ὁ μὲν καρπὸς πρὸς τὰς ἐξαμβλώσεις (χρήσιμος) Thphr.HP 9.9.2, ὁ αἴτιος τῆς ἐξαμβλώσεως γενομένος Gal.19.178, cf. Anon.Hier.Luc.19.16., Diodor.T.Ex.M.33.1584A.