πρόωρος
English (LSJ)
πρόωρον, (> ὥρα) before the time, untimely, πένθος Ph. 2.314 ; πολιοί Aret. SD 2.13 ; γῆρας Luc. Am. 21, cf. AP 7.643 (Crin.), Ath.Med. ap. Orib. inc. 21.8, Plu. 2.101f ; of a person, = προώριος (dying untimely), AP 13.27 (Phal.), IGRom. 4.616 (Temenothyrae) ; Comp., Sor. 1.33.
German (Pape)
[Seite 801] vor der Zeit; λέγουσα τὸν πρόωρον ὡς ἀπέφθιτο, Phalaec. 5 (XIII, 27); μοῖρα, Crinag. 42 (VII, 643); ἄνθος, Luc. amor. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prématuré, précoce.
Étymologie: πρό, ὥρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόωρος -ον [πρό, ὥρα] voortijdig.
Russian (Dvoretsky)
πρόωρος: преждевременный, безвременный (μοῖρα Anth.): π. μεταλλαγὴ τοῦ βίου Plut. безвременная смерть.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόωρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος»)
νεοελλ.
φρ. «πρόωρος τοκετός»
ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία
αρχ.
1. (για προσ.) αυτός που πέθανε πριν από την ώρα του, ο προώριος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόωρον
πριν από την κανονική ώρα.
επίρρ...
προώρως και πρόωρα Ν
πριν από την κανονική ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. πάρωρος].
Greek Monotonic
πρόωρος: -ον (ὥρα), αυτός που βρίσκεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόωρος: -ον, (ὥρα) ὡς καὶ νῦν, ὁ πρὸ τῆς ὥρας, ὁ πρὸ τοῦ καιροῦ, Πλούτ. 2. 101F, Ἀρετ. π. αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Ἀνθ. Π. 7. 643., 13. 27. κτλ. Ἐπίρρ. -ρον, Λουκ. Ἔρωτ. 21.
Middle Liddell
πρό-ωρος, ον, [ὥρα]
before the time, untimely, Anth.