διασύστασις

Revision as of 16:11, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

εως, ἡ, A commending, τοῦ ζητουμένου Ph.2.454; introduction, Id.1.26. II designation of a successor, δ. ἱερητειῶν SIG1014.13 (pl., Erythrae, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 604] ἡ, Bestätigung, Phile; Empfehlung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

διασύστασις: -εως, ἡ ἐπιβεβαίωσις, ἐπικύρωσις, Φίλων 2. 454. 2) σύστασις, Κλήμης Ἀλ. 624.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cesión, transferecia de un sacerdocio a un familiar IEryth.201c.12, 34, 57 (III a.C.).
2 confirmación, demostración τοῦ ζητουμένου Ph.2.454, δ. ἑβδομάδος ὡς θαυμαστὴν ἐχούσης ἐν τῇ φύσει τάξιν la confirmación de que el número siete tiene un rango maravilloso en la naturaleza Ph.1.26, del buen cristiano, Clem.Al.Strom.4.131.4.

Greek Monolingual

διασύστασις, η (Α)
1. επιβεβαίωση, επικύρωση
2. εισήγηση
3. ορισμός ή εγκατάσταση διαδόχου.