τό, (φλιά) A lintel of a door, Suid.
[Seite 269] (φλιά), τό, Oberschwelle, Suid.
ἀνώφλῑον: τό, (φλιὰ) τὸ ἄνω μέρος τῆς θύρας, «τὸ ὑπέρθυρον», Σουΐδ.
-ου, τό dintel de una puerta, Sud., v. ἀνώπιον.