δρόσιμος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δρόσιμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 918Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δροσερός.
Spanish (DGE)
-ον
cubierto de rocío de un lugar τὸ δρόσιμον γενόμενον Plu.2.918a.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
δρόσῐμος: росистый, влажный (διὰ τοῦ ψύχους Plut.).