γεννησιμιός
Greek Monolingual
-ά, -ό
1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής
2. το γνήσιο τέκνο
3. φρ. «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη στιγμή της γέννησης του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννησ-ιμαίος < γέννησις (-η) + (κατάλ.) -ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)].