βαρήκοος

Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρυήκοος, -ον)
εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά
αρχ.
παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του -α- σε -η- κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)].