γόγγυσος

Revision as of 08:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A = γογγυστής, Thd. Pr.16.28, Hdn. Gr.1.213.

Greek (Liddell-Scott)

γόγγῠσος: ὁ, = γογγυστής, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. ιϚ΄, 28), Ἀρκάδ. 78. 1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ murmurador Thd.Pr.16.28, Hdn.Gr.1.213, Didache 3.6.

Greek Monolingual

γόγγυσος, ο (Μ)
ο γογγυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) -σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)].