γόγγυσος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόγγῠσος Medium diacritics: γόγγυσος Low diacritics: γόγγυσος Capitals: ΓΟΓΓΥΣΟΣ
Transliteration A: góngysos Transliteration B: gongysos Transliteration C: goggysos Beta Code: go/ggusos

English (LSJ)

ὁ, = γογγυστής, Thd. Pr.16.28, Hdn. Gr.1.213.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ murmurador Thd.Pr.16.28, Hdn.Gr.1.213, Didache 3.6.

Greek (Liddell-Scott)

γόγγῠσος: ὁ, = γογγυστής, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. ιϚ΄, 28), Ἀρκάδ. 78. 1.

Greek Monolingual

γόγγυσος, ο (Μ)
ο γογγυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) -σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)].