δίπλευρος

Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with two fronts, Ael.Tact.36.4, Arr.Tact.28.4.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, Ἀρρ. Τακτ. 66.

Spanish (DGE)

-ον
1 milit. de dos frentes τάγμα Ael.Tact.36.4, cf. Arr.Tact.28.4.
2 ret. de doble intención, de doble sentido Donat.Ter.Ad.341.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπλευρος, -ον)
αυτός που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)].