δίπλευρος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπλευρος Medium diacritics: δίπλευρος Low diacritics: δίπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: dípleuros Transliteration B: dipleuros Transliteration C: diplevros Beta Code: di/pleuros

English (LSJ)

δίπλευρον, with two fronts, Ael.Tact.36.4, Arr.Tact.28.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 milit. de dos frentes τάγμα Ael.Tact.36.4, cf. Arr.Tact.28.4.
2 ret. de doble intención, de doble sentido Donat.Ter.Ad.341.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, Ἀρρ. Τακτ. 66.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπλευρος, -ον)
αυτός που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)].