A = γλυκύρριζα, Hp. ap. Gal.19.91.
γλυκυμή, η (Α)η γλυκόριζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκυμή πιθ. < γλύκυμος < γλυκύς (πρβλ. ήδυμος- ηδύς)].