γλυκόριζα

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η και γλυκόριζο και γλυκορίζι, το (AM γλυκύρριζα, Α και γλυκύρριζος, η, Μ γλυκύριζον και γλυκόριζον, το)
1. ονομασία διαφόρων ψυχανθών με γλυκιές ρίζες
2. διάφορα παρασκευάσματα για θεραπευτικούς σκοπούς.