ευσώματος

Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐσώματος, -ον)
αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος, τρι-σώματος].