Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (Α εὐσώματος, -ον)αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος, τρι-σώματος].