Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευσώματος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐσώματος, -ον)
αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλοσώματος, ηδυσώματος, τρισώματος].