ευσώματος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐσώματος, -ον)
αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλοσώματος, ηδυσώματος, τρισώματος].