εὐρυκοίλιος

Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A hollow, of the right ventricle of the heart, Hp. Cord.4; with wide cavity, of the caecum, Ruf. ap. Orib.7.26.25.

German (Pape)

[Seite 1095] weitbäuchig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυκοίλιος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν κοιλίαν, Ἱππ. 269. 2.

Greek Monolingual

εὐρυκοίλιος, -ον (Α)
1. (για τη δεξιά κοιλία της καρδιάς) πολύ κοίλη
2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ-κοίλιος, στενο-κοίλιος].