ζωοπλάστης

Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, γλύπτης, κτλ., αὐτόθι 2. 211.

Greek Monolingual

ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.