ηλεκτροφαής

Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι-φαής, παμ-φαής].