θαρρούντως

Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Attic for θαρσούντως.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.

Greek Monolingual

θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].