θαρρούντως
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Attic for θαρσούντως.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.
Greek Monolingual
(Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].
German (Pape)
ion. und altatt. = θαρσούντως.