ημερόφωνος
Greek Monolingual
ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].
ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].