θεσιθήρας

Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
άτομο που επιδιώκει να διοριστεί, ιδίως στο δημόσιο, με κάθε μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσις + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].