θυγατρομιξία
English (LSJ)
ἡ, A incest with a daughter, POxy.237 vii 26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, Blutschande mit der Tochter, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θυγατρομιξία: μῖξις μετὰ θυγατρός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θυγατρομιξία, ἡ (Α)
πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -μιξία (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. α-μιξία, πολυ-μιξία].