αιμομιξία

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

και αιμομειξία, η (Μ αἱμομιξία)
σαρκικές σχέσεις μεταξύ συγγενών εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + μίξις (-η)].