αιμομιξία

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

και αιμομειξία, η (Μ αἱμομιξία)
σαρκικές σχέσεις μεταξύ συγγενών εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + μίξις (-η)].