ιδροκόπι

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο-κόπι, ποδο-κόπι].