ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, υλο-τόμος.